- ονοματικός
- -ή, -ό (Α ὀνοματικός, -ή, -όν) [όνομα]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα, ονομαστικός2. αυτός που αποτελείται από όνομα ή αυτός που έχει τη μορφή ονόματος («ονοματικός προσδιορισμός» — προσδιορισμός όρου μιας πρότασης ο οποίος είναι όνομα, ουσιαστικό ή επίθετο, ή επέχει θέση ονόματος)νεοελλ.φρ. «ονοματικός ορισμός»(λογ.) ορισμός που ερμηνεύει το όνομα, την ονομασία μιας έννοιαςαρχ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀνοματικάτα ουσιαστικά2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀνοματικήη διδασκαλία σχετικά με τον σχηματισμό και τη σημασιολογική υπόσταση τών λέξεων3. φρ. «ὀνοματική ὕπαρξις» — ύπαρξη κατ' όνομα μόνο, σε αντιδιαστολή προς την ουσιώδη.επίρρ...ονοματικώς και -ά (Α ὀνοματικῶς)με όνομααρχ.με μορφή ονόματος.
Dictionary of Greek. 2013.